Θέσμι'

Θέσμι'
Θέσμιαι , Θεσμίη
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θέσμι' — θέσμια , θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl θέσμιε , θέσμιος fixed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξανύω — ἐξανύω και αττ. τ. ἐξανύτω (Α) 1. φέρω σε πέρας, επιτελώ, ολοκληρώνω («θεῶν θέσμι ἐξήνυσε», Σοφ.) 2. αποτελειώνω, φονεύω, ξεμπερδεύω («ἧ θὴν σ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας», Ομ. Ιλ.) 3. κυριεύω, κατακτώ 4. (για τοπ. ή χρον. διάστημα) διανύω… …   Dictionary of Greek

  • πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”